καυγάς

καυγάς
ο
βλ. καβγάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολή — ἀμφιβολή, η (Α) [ἀμφιβάλλω] 1. κάτι που ρίχνεται γύρω, αμφίβληστρο, δίχτυ 2. φιλονικία, καυγάς …   Dictionary of Greek

  • παρεξήγηση — και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, εως, ΝΑ [παρεξηγούμαι] εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση νεοελλ. 1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση») 2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι… …   Dictionary of Greek

  • cauă — CÁUĂ s.f. (reg.) Fiinţă imaginară, înspăimântătoare, cu care sunt speriaţi copiii. [pr.: ca uă] – cf. ucr. k a v a. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CÁUĂ s. v. baubau. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”